Οι αποδόσεις και πώς διαμορφώνονται από τους bookmakers
Ο ανταγωνισμός που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις εταιρίες στοιχημάτων τα τελευταία χρόνια, γίνεται ολοένα και πιο σκληρός, συνεπώς, στην προσπάθεια προσέλκυσης του κοινού, η βελτίωση των υπηρεσιών είναι συνεχής.
Ένας τομέας στο στοίχημα που απαιτεί πολλές διεργασίες είναι οι αποδόσεις. Είθισται, οι αποδόσεις των παιχνιδιών να δημοσιεύονται αρκετές μέρες πριν από την έναρξή τους, ωστόσο η διαδικασία διαμόρφωσής τους δεν είναι απλή.
Οι μεγάλες στοιχηματικές εταιρίες έχουν στο δυναμικό τους ομάδες ανθρώπων, οι οποίοι εκτιμούν διεξοδικά διάφορα δεδομένα και καταλήγουν στις τελικές αποδόσεις. Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας είναι οι «καθαρές» αποδόσεις, οι οποίες προκύπτουν από πανίσχυρα λογισμικά ηλεκτρονικών υπολογιστών, ύστερα από συνδυασμό πλήθους δεδομένων και στατιστικών. Μετά την εξαγωγή των αρχικών αποδόσεων ξεκινάει η παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα (bookmaker).
Οι bookmakers μελετούν διάφορους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη ενός αγώνα όπως είναι η φόρμα των ομάδων, οι απουσίες, οι τραυματισμοί, οι τιμωρίες, οι μεταγραφές ή οι αποχωρήσεις παικτών, η γενικότερη ειδησεογραφία, το κλίμα στο εσωτερικό των ομάδων, το «βάρος» της φανέλας, όπως και η ύπαρξη ή όχι βαθμολογικού κινήτρου στους αντιπάλους ενός αγώνα.
Ύστερα από τη μελέτη όλων αυτών των παραγόντων, οι bookmakers προχωρούν στην αλλαγή των αρχικών («καθαρών») αποδόσεων. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής απόδοσης παίζει και η προσωπική κρίση του κάθε bookmaker.
Να σημειωθεί εδώ ότι υπάρχει και ο παράγοντας της γκανιότας. Κάθε στοιχηματική εταιρία επιζητά ένα εγγυημένο κέρδος από τα πονταρίσματα σε κάθε παιχνίδι, ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος. Η παρουσία της γκανιότας επιφέρει αυτόματα και πτώση των αποδόσεων.
Παραδείγματος χάριν, έχουμε το παιχνίδι της Λίβερπουλ με την Άρσεναλ. Ύστερα από την προαναφερθείσα διαδικασία, ο bookmaker καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Λίβερπουλ είναι το φαβορί του αγώνα, δίνοντας τις παρακάτω πιθανότητες για την εξέλιξη του αγώνα: α) Νίκη Λίβερπουλ 40% – Απόδοση 2.50, β) Ισοπαλία 32% – Απόδοση 3.12, γ) Νίκη Άρσεναλ 28% – Απόδοση 3.57.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν στοιχηματιστούν 40€ στη νίκη της Λίβερπουλ, 32€ στην ισοπαλία και 28€ στη νίκη της Άρσεναλ, τότε η εταιρία θα εισπράξει 100€ και θα επιστρέψει σίγουρα στους παίκτες το ίδιο ποσό, επομένως, δε θα έχει κάποιο εγγυημένο κέρδος. Γι’ αυτό το λόγο, ο bookmaker προχωρεί σε μετατροπή των αποδόσεων, δίνοντας για παράδειγμα απόδοση 2.40 στη νίκη της Λίβερπουλ, απόδοση 2.90 στην ισοπαλία και απόδοση 3.30 στη νίκη της Άρσεναλ. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται το εγγυημένο κέρδος (γκανιότα) για τις στοιχηματικές εταιρίες.
Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι αποδόσεις ενός αγώνα στις περισσότερες περιπτώσεις δε μένουν σταθερές. Για παράδειγμα, μία λαθεμένη πληροφορία ή μία αλλαγή της τελευταίας στιγμής (τραυματισμός, αλλαγή στην αρχική ενδεκάδα) μπορεί να οδηγήσει τον bookmaker στην αλλαγή της απόδοσης, προκειμένου να μην εκτεθεί η στοιχηματική εταιρία.
Παράλληλα, η πτώση της απόδοσης μπορεί να προκύψει όταν παρατηρηθεί μεγάλο τζιράρισμα σε ένα σημείο. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, οι εταιρίες ρισκάρουν, διατηρώντας ή αυξάνοντας τις αποδόσεις, με τη λογική ότι το φαβορί δε θα κερδίσει. Έτσι, προσελκύουν ακόμα μεγαλύτερο ποντάρισμα.